στενόχωρος

στενόχωρος
-η, -ο / στενόχωρος, -ον, ΝΜΑ, και στενάχωρος και στανάχωρος, -η, -ο, Ν
1. αυτός που έχει στενότητα χώρου, αυτός που δεν έχει επαρκή χώρο, σε αντιδιαστολή με τον ευρύχωρο («στενόχωρο σπίτι»)
2. συνεκδ. πληκτικός, πνιγηρός
νεοελλ.
1. αυτός που στενοχωρείται εύκολα («είναι στενάχωρος άνθρωπος»)
2. αυτός που προκαλεί στενοχώρια, δυσφορία («στενόχωρη δουλειά»)
αρχ.
μτφ. δύσκολος, καταθλιπτικός («ἐν στενοχώροις καιροῑς», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενός* + -χωρος (< χῶρος), πρβλ. ευρύ-χωρος. Ο τ. στενάχωρος < στενά + -χωρος (πρβλ. τη φράση είμαι στα στενά «βρίσκομαι σε δύσκολη θέση»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στενόχωρος — narrow masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενόχωρος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει επαρκή χώρο: Μένουν σ ένα στενόχωρο σπίτι. 2. αυτός που εύκολα στενοχωριέται: Είναι πολύ στενόχωρος άνθρωπος. 3. αυτός που προκαλεί στενοχώρια: Η δουλειά του είναι πολύ στενόχωρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στενοχωρότερον — στενόχωρος narrow adverbial comp στενόχωρος narrow masc acc comp sg στενόχωρος narrow neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώρως — στενόχωρος narrow adverbial στενόχωρος narrow masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενόχωρον — στενόχωρος narrow masc/fem acc sg στενόχωρος narrow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχωρόταται — στενόχωρος narrow fem nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώροις — στενόχωρος narrow masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώρου — στενόχωρος narrow masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώρους — στενόχωρος narrow masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενοχώρων — στενόχωρος narrow masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”